- τεττίγιον
- τὸ, Α [τέττιξ, -ιγος]1. μικρός τέττιξ, μικρός τζίτζικας2. νόμισμα πάνω στο οποίο απεικονιζόταν μικρός τέττιξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεττίγιον — small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)